- σκώληξιν
- σκώληξwormmasc dat pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιβρύω — ἐπιβρύω (Α) 1. (για νερό) ξεσπάω, αναβρύζω με αφθονία 2. αναδίδω με αφθονία («κάμηλον σκώληξιν ἐπιβρύουσαν») 3. (για άνθη) έχω πλούσια ανθοφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βρύω «είμαι γεμάτος, είμαι πλήρης»] … Dictionary of Greek